- ψιχαλίζει
- [психализи] р. ακρόσ. моросит.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ψιχαλίζει — (ως απρόσ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψιχαλίζει — ψιχάλισε, απρόσ., πέφτει λεπτή βροχή: Πάρε την ομπρέλα σου, γιατί ψιχαλίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιχαλίζει — Ν [ψιχάλα] (τριτοπρόσ.) ρίχνει ψιλή βροχή … Dictionary of Greek
ψεκάζω — ΝΑ, και ψακάζω Α [ψεκάς / ψακάς] νεοελλ. εκσφενδονίζω υγρό με ψεκαστήρα, ραντίζω («ψέκασα τις ελιές») αρχ. 1. βρέχω με μικρές σταγόνες, ψιλοβρέχω 2. (κυρίως τριτοπρόσ.) ψακάζει ψιχαλίζει, ψιλοβρέχει 3. παθ. ψακάζομαι υγραίνομαι με ψιλή βροχή … Dictionary of Greek
ψιλοβρέχει — Ν (τριτοπρόσ.) βρέχει λίγο, ψιχαλίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + βρέχει] … Dictionary of Greek
ψιχάλισμα — το, Ν [ψιχαλίζει] η πτώση ψιλής βροχής, ψιχαλητό … Dictionary of Greek
ψιχαλιστός — ή, ό, Ν [ψιχαλίζει] (για υγρό) αυτός που πέφτει σε συνεχείς σταγόνες … Dictionary of Greek